συμπλοκή

συμπλοκή
η, ΝΜΑ [συμπλέκω]
1. σύγκρουση, σύρραξη μεταξύ αντίπαλων ένοπλων ομάδων (α. «τη νύχτα οι συμπλοκές γενικεύθηκαν» β. «τὸν μὲν Ἱέρωνά φησι μετὰ τὴν συμπλοκὴν οὕτως ἔξω γενέσθαι τοῡ φρονεῑν», Πολύβ.)
2. συνδυασμός, σύνδεση όρων μιας πρότασης, κυρίως υποκειμένου και κατηγορουμένου («κατὰ συμπλοκὴν λέγεσθαι», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. σύγκρουση μικρής διάρκειας μεταξύ αντιπάλων, τσακωμός
2. (ποιν. δίκ.) φιλονικία μεταξύ τριών ή περισσότερων προσώπων που συντελείται με αμοιβαίες βιαιοπραγίες κατά τού σώματος
μσν.
στενή σχέση μεταξύ προσώπων («συμπλοκὴν τὴν πρὸς ὑμᾱς ἐκπορεύσομαι, ἣν ἡ πίστις συνδεῑ τοὺς ὁμόφρονας», Σωφρ.)
μσν.-αρχ.
1. η πλοκή μαζί με άλλα, η συνύφανση
2. συσχετισμός, συνδυασμός («τῆς ἁπάντων πρὸς ἄλληλα συμπλοκῆς», Πολ.)
3. η ενότητα σώματος και ψυχής («τὸ διττὸν καὶ ἑτερογενὲς τῆς ἐν ἡμῑν συμπλοκῆς καὶ ψυχῆς καὶ σώματος», Ευσ.)
4. η ένωση τών δύο φύσεων, τής θεϊκής και τής ανθρώπινης, στο πρόσωπο τού Χριστού («πρὸς τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ἕνωσιν τοῡ λόγου καὶ συμπλοκὴν καὶ συνάφειαν ἀληθεστάτην», Γρηγ. Νύσσ.)
αρχ.
1. ερωτική περίπτυξη, συνουσία («χρονιωτέρα γὰρ ἡ συμπλοκὴ πάντων τῶν ζωοτόκων ἢ τῶν ᾠοτόκων», Αριστοτ.)
2. συνδυασμός γραμμάτων για τον σχηματισμό λέξης ή λέξεων για τον σχηματισμό πρότασης
3. συνδυασμός λειτουργιών για να σχηματιστεί μια έννοια («οὐδὲ συμπλοκὴ δόξης καὶ αἰσθήσεως φαντασία ἂν εἴη», Αριστοτ.)
4. γραμμ. σύνδεσμος
5. συνδυασμός ποικίλων τρόπων λεκτικού ύφους
6. (ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο επαναλαμβάνεται σε δύο ή περισσότερες προτάσεις η πρώτη και η τελευταία λέξη τής προηγούμενης («ἐπὶ σαυτὸν καλεῑς, ἐπὶ τοὺς νόμους καλεῑς, ἐπὶ τὴν δημοκρατίαν καλεῑς», Αισχίν.)
7. συνδυασμός τών συστατικών ενός φαρμάκου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συμπλοκῇ — συμπλοκή intertwining fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλοκή — intertwining fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλοκή — η 1. σύγκρουση: Δεν αποφεύχθηκαν οι συμπλοκές στις προεκλογικές συγκεντρώσεις. 2. σύνδεση με κάτι άλλο: Αποφατική συμπλοκή δύο προτάσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυμπλοκῇ — συμπλοκῇ , συμπλοκή intertwining fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλοκῆι — συμπλοκῇ , συμπλοκή intertwining fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλοκαῖς — συμπλοκή intertwining fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλοκαί — συμπλοκή intertwining fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλοκῆς — συμπλοκή intertwining fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλοκήν — συμπλοκή intertwining fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλοκῶν — συμπλοκή intertwining fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”